Τα λάθη του Ζήνωνα

Φλώρινα  άνοιξη του 2…..

 Καλημέρα στον καλό φίλο μου. Σε χάσαμε, δυο μέρες τώρα, πού ήσουν;

-Μα δεν το ξέρεις ; Ήμουν στη Φλώρινα!

 -Α, σωστά λες, το ξέχασα, πήγατε στην εκδήλωση, που παρουσιάστηκαν λογοτεχνικές αναλύσεις σε έργα του Καζαντζάκη, και άλλων. Τι έγινε εκεί για πες μου.

-Είχε ωραία θέματα, αλλά ,ως συνήθως,  ενδιαφέρον είχαν για την παρέα μας και οι συζητήσεις μας αργότερα στην ταβέρνα, πίνοντας κρασί!

-Έχεις δίκιο, συνέδρια και εκδηλώσεις χωρίς στο περιθώριο του χρόνου τους να συμπληρώνονται με μικρά συμπόσια για συζητήσεις και συναναστροφές είναι σαν να ντύνεσαι στην «πένα» χωρίς λόγο.

-Έχεις δίκιο, έτσι γίνεται πάντα, αλλά τούτη την φορά όλα ήταν υπέροχα!

-Ζηλεύω που δεν ήμουν στην παρέα σας.

-Μη νοιάζεσαι, θα σου τα πω όλα τα αξιόλογα, αν έχεις λίγο χρόνο!

-Α! Μπράβο. Πάμε στο «πανόραμα» για καφέ και άρχισε από τώρα να μου τα λες!

-Μην βιάζεσαι, έχουμε χρόνο θα σου τα πω όλα και θα αρχίσω από την αρχή, από το Σάββατο το μεσημέρι, προχθές, που ξεκινήσαμε δώδεκα περίπου άτομα, άντρες και γυναίκες, έτσι σαν εκδρομή, από εδώ την Κοζάνη για τη Φλώρινα για να παραβρεθούμε όπως σου είχαμε πει σε μια φιλολογική βραδιά. Είμαστε προσκαλεσμένοι από τον νεοσύστατο όμιλο της Φλώρινας και επιστρέψαμε το βράδυ της Κυριακής.

-Αυτά τα ξέρω, βρε φίλε, μπες στο θέμα να μου πεις τα καθέκαστα!

– Αμάν η βιασύνη σου! Δάσκαλος είσαι κα το ξέρεις, χωρίς προκαταβολικές κουβέντες μπορείς να αργήσεις το μάθημα; Αλλά αφού το θέλεις έτσι, ξεκινώ έτσι ξεκάρφωτα και στην στη «Ψύχρα» που λένε και τα παιδιά.

-Έχεις επαγγελματικό εθισμό και με …..

-Σταμάτα. Ξεκινώ. Εκει,λοιπόν, στη Φλώρινα παρουσιαστήκαν πολλές και καλές αναλύσεις έργων από τις όποιες πιο πολύ μου άρεσε μια ανάλυση στο ποίημα «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη και κυρίως μου έκανε εντύπωση και ο πρόλογος του ομιλητή ο οποίος πριν να αρχίσει την ομιλία του έκανε μια ολιγόλεπτη εισαγωγή λέγοντας:

Η σημερινή μας λογοτεχνική ή φιλολογική ή φιλοσοφική εκδήλωση ή όπως αλλιώς θέλετε να την ονομάσουμε, αγαπητοί φίλοι, γίνεται όπως γνωρίζετε πολύ καλά για να αποτίσουμε φόρο τιμής σε αξιόλογους ανθρώπους του πνεύματος όπως έναν από αυτούς είναι και ο Καζαντζάκης . 

Κάθε ομιλητής πρέπει να μιλάει με σεβασμό που αρμόζει σε ένα πνευματικό άνθρωπο και φιλόσοφο. Για τούτο δεν πρέπει να εστιάζει μόνο στο να διεγείρει τα συναισθήματα μας προβάλλοντας τον θαυμασμό του για το έργο του, αλλά πρέπει, κυρίως,, -και θα είναι ωφελιμότερος ο ομιλητής στο ακροατήριο, του- να προβάλει το έργο, του κάθε λογοτέχνη ή φιλοσόφου, με κριτικό πνεύμα και χωρίς υπερβολές.

Οι πνευματικοί άνθρωποι είναι αξιοθαύμαστοι άνθρωποι, αλλά δεν είναι ωφέλιμοι όταν τους παρουσιάζουμε σαν υπεράνθρωπους χρησιμοποιούντος επαίνους με υπερβολές. και «ηδυσμένο λογο».

Κάθε ομιλητής δεν πρέπει να εξαντλείται στην επινόηση επαίνων γι αυτούς αλλά στην σαφή αιτιολόγηση των επαίνων του .

Οι πνευματικοί άνθρωποί θα ήταν ωφελιμότεροι αν μπορούσαν να αποστασιοποιηθούν από τις θορυβώδεις «υπερβολές» των θαυμαστών τους ή οπαδών τους, γιατί οι πνευματικοί άνθρωποι είναι ταπεινοί και δεν ευχαρίστιουνται όταν τους βάζουμε ξένα φκιασίδια, παρά μόνο σαν προσπαθούμε να στολιστούμε με τα στολίδια τους.

Λυπούνται από τα «υπερβολικά» μας θαυμαστικά, γιατί αυτοί γνωρίζουν ότι τα λεμέ για να φανούμε εμείς ισάξιοι τους. Αν δε πιστέψουν ότι τα λέμε «μετά λόγου γνώσεως»  θα λυπούνται για μας

Γιατί μετά λόγου γνώση δεν σημαίνει ξέρω τι λέω, αλλά αυτό που λέω το έχω ελέγξει και είναι λογικό. Έχω λογικά επιχειρήματα!

Πρέπει να λέμε γι αυτούς ότι είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας ολόιδιοι με μας και θέλουμε να τους μοιάσουμε. σαν κοπιάσουμε όσο αυτοί και έχουμε την αρωγή που είχαν και εκείνοι, από την τύχη και άλλα πολλά!

Αυτά αρκούν! Τιμούν αυτούς και ωφελούν και μας!

Εδώ τέλειωσε ο πρόλογος του και συνέχισε.

Εγώ σήμερα θα αναφερθώ σε ένα μνημειώδες έργο, του Καζαντζάκη την «Οδύσσεια». Θα προσπαθήσω να τιμήσω τον Καζαντζάκη τηρώντας αυτά που πριν λίγο είπα σαν εισαγωγή.

Θα ξεκινήσω απαγγέλλοντας σας τους είκοσι δύο τελευταίους στίχους του, από το σύνολο των τριάντα τριών χιλιάδων τριακοσίων τριάντα τριών στίχων του ποιήματος της Οδύσσειας, αυτού του ποιήματος που είναι το μεγαλύτερο ποίημα όλων των εποχών. Σαν μέτρο σύγκρισης αναφέρω ότι η Οδύσσεια του Ομήρου και η Ιλιάδα έχουν, μαζί , 27803 στίχους (12.110 και 15.693 στίχους αντίστοιχα).

Με τέτοιο μέγεθος δεν μας δίνεται εύκολα η ευκαιρία να την διαβάσουμε για να γνωρίσουμε τί είναι η περίφημη «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη.

Ο Νίκος Καζαντζάκης σπούδασε νομικά στην Αθήνα και  φιλοσοφία στο Παρίσι.

Ήταν πολύ παραγωγικός, με τεράστια υπομονή.  Προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ, αλλά δεν το πήρε. Δεν έγινε ούτε Ακαδημαϊκός.

Να μερικά αποφθέγματα από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη

Αν δεν αγκαλιάσεις τον εαυτό σου, μην περιμένεις να το κάνει άλλος.

Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.

Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα.

Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος.

Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ότι δεν ποθήσαμε αρκετά.

Μια αστραπή η ζωή μας. Μα προλαβαίνουμε.

Αγαπητοί φίλοι, τα αποφθέγματα αυτά είναι ευφυείς φιλοσοφικοί στοχασμοί. Είναι υπερρεαλιστικά ευφυολογήματα που κατακλύζονται από ρομαντισμό. Είναι έννοιες μεταφορικές που θωπεύουν την καρδιά. και γεννούν αισθήματα συγκίνησης τέτοια που αδυνατίζουν τη λογική να δει τα ρεαλιστικά τους μειονεκτήματα.

Ο Καζαντζάκης στοχεύει στη συγκίνηση. Να τι περιγράφει η Οδύσσεια που είναι η φανταστική συνέχεια της Οδύσσειας του Ομήρου, στην κεντρική της ιδέα!

Ο Οδυσσέας, αφού σκότωσε τους μνηστήρες, με διαλεκτούς συντρόφους άρχισε μια μακρά περιπλάνηση προσπαθώντας να φτιάξει ένα νέο κόσμο, ένα νέο θεό. Μετά από αγώνα και αποτυχίες έφτασε στον παγωμένο πόλο της γης, το τέλος, του ταξιδιού. Νιώθει πως έφτασε η στερνή του ώρα και  αποχαιρετά τον κόσμο.

Αυτά λένε οι πρώτοι 33311 στίχοι και τελειώνει με ένα χαιρετισμό 22 στίχων (οι τελευταίοι από τους  33333 στίχους).

Με αυτούς περιγράφει το ηλιοβασίλεμα του ήλιου. Του ήλιου που έχει δει το ταξίδι του Οδυσσέα, και το έχει θαυμάσει !!!

Ας τους ακούσουμε  τους 22 τελευταίους στίχους της Οδύσσεια του Καζαντζάκη)

  1. Ήλιε μου μεγάλε ανατολίτη μου, τα μάτια σου βουρκώσαν,
  2. κι όλος ο κόσμος πιά σκοτείνιασε κι όλη η ζωή ζαλίστη
  3. και κατεβαίνει στης μανούλας του το κυματοχαμώι.
  4. Κι η μάνα σου που σε αραθύμησε, πά στο κατώφλι εστάθη
  5. κρατάει χλωρή λαμπάδα φέγγει σου, κρατάει κρασί κερνά σε.
  6. “Γιέ μου, και τάβλα σου στρωσα να φας και να καλοκαρδίσεις,
  7. γιέ μου, σαράντα φουρνοκάρβελα, κρασί σαράντα στάμνες,
  8. σαράντα κοπελιές που πνίγηκαν λαμπάδες να σου φέγγουν
  9. γιέ μου και ρόδα κλίνη σου στρωσα και γιούλια προσκεφάλια
  10. νύχτες και νύχτες σε λαχτάρησα, γιόκα μου κανακάρη!”
  11. Μα ο μαύρος ήλιος μας ξαγριεύτηκε, δίνει κλοτσιά στην τάβλα,
  12. σκορπίσαν ψωμιά στα κύματα, κι η θάλασσα κρασώθη
  13. κι οι πρασινομαλλούσες βούλιαξαν σα σμέρνες μες στα φύκια.
  14. Έσβησε η γης, θαμπώθη η θάλασσα, ξεπαραλύσα οι σάρκες,
  15. το σώμα πνεύμα ανάριο γίνηκε, το πνέμα εγίνη αγέρας,
  16. κι ο αγέρας σάλεψε, αναστέναξε, και στην κουφή μεγάλη
  17. σιγή, τη λιόστερνη κραυγή της γης, γρικήθη απελπισμένο,
  18. χωρίς λαιμό και στόμα και φωνή, το γηλιομοιρολόι:
  19. Μάνα κι αν έχεις δείπνο γέψου το, κρασί ξεφάντωσε το,
  20. μάνα, κι αν έχεις στρώμα ξάπλωσε τα χοντροκόκαλά σου,
  21. δε θέλω, μάνα, πιά κρασί να πιώ μήτε ψωμί ν’ αγγίξω
  22. Απόψε βίγλισα τον αγαπό σα στοχασμό να σβήνει.

Η τεχνική του ποιήματος

Στίχος ιαμβικός, δεκαεπτασύλλαβος.

Αν παρατηρήσετε, θα δείτε ότι όλο το ποίημα είναι γραμμένο πάνω στο ρυθμό και το μέτρο του δεκαπεντασύλλαβου στίχου και ο Καζαντζάκης έχει προσθέσει δυο συλλαβές που τις έχουμε υπογραμμίσει και τονίσει για να τις παρατηρήσετε

Νοηματική ανάλυση

Οι τριάντα τρεις χιλιάδες, τριακόσιοι τριάντα τρεις  στοχασμοί πώς να χωρέσουν μέσα σε είκοσι δύο στίχους που γράφονται σαν επίλογος του ωραιότερου αγναντέματος! Από θαυμασμό ας σταματήσουμε για λίγο!!

Ο Καζαντζάκης άδραξε την ευκαιρία στο πρόσωπο του σοφού Οδυσσέα να κάνει την μεγάλη πολιτισμική και πολιτική απόπειρα, να αλλάξει τον κόσμο.

Έφτιαξε έναν νέο Οδυσσέα που γκρέμισε, προπηλάκισε, έκτισε, στοχάστηκε, αγάπησε και αγαπήθηκε. Ο αγώνας τελείωσε, ο αγώνας για τον άνθρωπο, η μεγάλη θυσία, η υπέρτατη θυσία, σαν του Σωκράτη, σαν του  Χριστού, σαν του Γκάντι. Θυσία με αίμα.

Μοιάζουν οι θυσίες αλλά τούτη η θυσία του Οδυσσέα που περιγράφει ο Καζαντζάκης είναι μια εικονική θυσία για να είμαστε ακριβείς και δίκαιοι.

Ο Οδυσσέας φτάνει στο τέρμα του πολιτισμικού ταξιδιού του, εκεί που δύει ο ήλιος, λίγο πριν δύσει, στο τέλος του τέλους.

Καλεί τους «τιμημένους» παλαιούς  ανθρώπους που έχουν πεθάνει να τον καλωσορίσουν καθώς έρχεται και αυτός να μπει στην Αθανασία, απελεύθερος, ελεύθερος.

«Όρτσα παιδιά», σηκώστε τα πανιά φωνάζει και κινάει για το ταξίδι στο νέο αιώνιο ( 😉 κόσμο!

Ο Ήλιος, τώρα, είναι ο μάρτυρας που είδε όλο το ταξίδι του Οδυσσέα. Παρακαλεσμένος ή αυτόκλητος μάρτυρας του ταξιδιού του Οδυσσέα ο ήλιος είναι τώρα μυημένος, γνώστης και γνωστικός. Τα ξέρει όλα, τα είδε όλα, τριάντα τρεις χιλιάδες, τριακόσιοι τριάντα τρεις  στίχοι, αγαπητέ αναγνώστη, προκαλούν δέος.

Ο Καζαντζάκης είναι ο ποιητής και αφηγητής τούτου του επιλόγου. Δεν μιλά για τα βιώματα του Οδυσσέα, αλλά για τη γνώση που παίρνει ο ήλιος, εσύ, εγώ. Την κατανόηση  του διδάγματος, τούτου του Καζαντζάκειου Οδυσσέα.

«Ήλιε μεγάλε ανατολίτη μου», λέει. Η ανατολή είναι ο συμβολισμός της μυστηριακής υπαρξιακής αναζήτησης των εικασιών. Εικασιών χωρίς λογική απόδειξη. Εδώ οι εικασίες επαληθεύονται αυθαίρετα από τα συναισθήματα και απαιτούν πίστη και μοιράζουν απειλές και υποσχέσεις.

Η ανατολή συμβολίζει την αυθαίρετη ελεύθερη σκέψη.

Η ανατολή είναι σχετική έννοια, προϋποθέτει δύση που, συμβολικά, την εκπροσωπεί ο ορθολογισμός, η αποδεικτική διαδικασία της λογικής, ο σκεπτικισμός, η λογοδοτούσα ελεύθερη σκέψη.

Η Οδύσσεια του Καζαντζάκη πνέει μια πίστη, ένα συναίσθημα, μια εικασία χωρίς αποδείξεις. Είναι η αντηλιά της Οδύσσειας του Ομήρου και απαιτεί προστατευτικά γυαλιά το διάβασμά της. Οι αναγνώστες και των δύο επών δεν πρέπει να τα προσεγγίζουν με προ-συναισθήματα, αλλά με κριτική σκέψη, απέραντο σεβασμό, αλλά και τόλμη.

Αλλά μελετώντας την να μην ξεχνάμε, πάνω από όλα και τον υστερότερο λόγο του ποιητή: «Δεν πιστεύω τίποτα δεν φοβάμαι τίποτα». πεθαίνω  ελεύθερος.

Ας απολαύσουμε την έκσταση του ήλιου στη θέα του ομορφότερου παρωνύμιου της αγάπης και  ωραιότερου προσωνυμίου του Οδυσσέα τη λέξη «αγαπός» ή αν το θέλεις της επιθετοποιημένης αγάπης ή της αρρενοποιημένης αγάπης . Εδώ ο Καζαντζάκης είναι πλάστης θεϊκής λέξης με διεσταλμένη απέραντη  έννοια.

Βούρκωσε ο ήλιος έμπλεος –γεμάτος- γνώσεις.

Ήλιε μεγάλε στοχαστή -βούρκωσαν- απόκαναν, λέει ο ποιητής, τα μάτια σου και σκοτείνιασε το παν.

Στη μάνα σου γη μπαίνεις μέσα, στα κύματα του ορίζοντα και χάνεσαι.

Σε αραθύμησε(σε λαχτάρισε υπερβολικά) η μάνα γη, που δεν είναι μύστης της νέας σου γνώσης και  στάθηκε στο κατώφλι της με τη μεγάλη λαχτάρα της μάνας να σε καλωσορίζει:

Γιόκα μου, ήλιε μου, σου ετοίμασα όλα τα αγαθά, όλες τις αξίες που λατρεύεις. Φαγητά, υπηρέτριες  και λυγερές να σου φωτίζουν και κλίνη με ρόδα και γιούλια. Νύχτες και νύχτες σε λαχτάρισα, λέει η μάνα γη.

Η περιπέτεια του Οδυσσέα, που την παρακολούθησε ανελλιπώς ο ήλιος, είχε μεγάλη διάρκεια. (νύχτες και νύχτες σε λαχτάρησα).

Μα ο ήλιος είχε αλλάξει διάθεση, φιλοσοφία μετά από την εμπειρία της παρακολούθησης αυτής της περιπέτειας του Οδυσσέα και του ταξιδιού του. Τα πέταξε όλα σαν περιττά και άσημα. Ψωμιά, κρασιά και τις λυγερές.

Χάθηκε η γη, σκοτείνιασε η θάλασσα, παρέλυσαν οι σάρκες και έγιναν σκέψη, η σκέψη αέρας, ο αέρας σαν αναστεναγμός ηλιομοιρολογιού κραύγασε την τελευταία του ήλιου φωνή που ήταν μόνο αέρας.

Μάνα, φάει και κοιμήσου, εσύ, όσο θες.

Εγώ αποκάρωσα, σήμερα αγναντεύοντας αυτόν που μου έδειξε το νόημα της ζωής, τον Αγαπό, να φεύγει.

Επιμύθιο:

Έγραψε μια Οδύσσεια, επέκταση της Οδύσσειας

Ο Καζαντζάκης τελειώνει με μια αίσθηση ότι ερμήνευσε το όνειρο, βρήκε την αλήθεια.

Έγραψε μια Οδύσσεια, επέκταση της Οδύσσειας

Επαναστοχεύει στο «δεν ελπίζω, δεν πιστεύω, είμαι ελεύθερος».

Έφτιαξε ξύλινο θεό κοιτάζοντας τον καθρέφτη. Το ταξίδι δεν είχε σκοπό να γνωρίσει τον κόσμο , είχε στόχο να διδάξει τον κόσμο. Ο Όμηρος περιέγραψε έναν άνθρωπο Οδυσσέα, ο Καζαντζάκης έναν υπεράνθρωπο Οδυσσέα. Η διαφορά. είναι μεγάλη.

Μη μας μαγεύει η γοητεία των στοχασμών, η αλήθεια είναι μακρύτερα από τον χιονισμένο πόλο της γης που τέλειωσε το ταξίδι τούτου του Οδυσσέα του Καζαντζάκη.

Το ένα ταξίδι είναι του νόστου, το άλλο του μισεμού.

Εμείς παραμένουμε πιστοί στα ταξίδια του νόστου, όχι του μισεμού.

Ο Οδυσσέας του Ομήρου έκανε το ταξίδι μαθαίνοντας από τους ανθρώπους «πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω».

Ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη έκανε το ταξίδι  διδάσκοντας τον κόσμο  «είχε γνώση να κάνει νόμους δίκαιους, να φτιάξει θεό».

Η διαφορά είναι πάλι μεγάλη.

Ο ένας Οδυσσέας, του Ομήρου, είναι ακουμπισμένος στην αβεβαιότητα της βεβαιότητας του: «εν οίδα ότι ουδέν οίδα», άρα ψάχνω ακόμη για τη  σοφία.

Ο άλλος Οδυσσέας,  του Καζαντζάκη, είναι ακουμπισμένος στη βεβαιότητα της αβεβαιότητας του: «δεν πιστεύω», άρα «οιδα», γνωρίζω τι δεν πιστεύω, βρήκα τη σοφία ή κάτι από τη σοφία.

Η διαφορά είναι ακόμα, πάλι, μεγάλη.

Ο Όμηρος κρατούσε αλλιώς την πένα του και αλλιώς ο Καζαντζάκης. 

Τα ταξίδια είναι ωραία σαν πηγαινοέρχεσαι.

Κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι  ευτυχής βαδίζοντας το δρόμο το γνωστό, τον μαθημένο, αυτόν που έχουν βαδίσει τόσοι και τόσοι. Αλλά κάθε άνθρωπος έχει χρέος να  διαλέγει την ανηφόρα που θα τον ανεβάσει πιο ψηλά για να αγναντέψει και άλλους ορίζοντες. Η ανηφόρα δεν έχει τελειωμό, είναι σαν τη σκάλα του Καβάφη στο πρώτο σκαλί.

Ο άνθρωπος θα αγωνίζεται πάντα να βρει ποια είναι ηθική δικαιολογία της εντολής του δίνει ο «θεος» προς το λιοντάρι: «Σκότωσε για να ζήσεις τα παιδιά σου».

Θα ψάχνει πάντα ο άνθρωπος να βρει τη λύση. Μα το πρόβλημα είναι άλυτο. 

Δεν έχει ο άνθρωπος τον αλγόριθμο µε τα σωστά δεδομένα. Τον έχει κρύψει ο θεός, ο άγνωστος, ο χαμένος που τον ψάχνουμε.

Μας άφησε ένα αλφαβητάρι να φτιάχνουμε περίτεχνα παράπονα και αόριστα ερωτηματικά.

 Επιχειρούμε  με ένα νου που είναι πρωτόγονο εργαλείο συγκρινόμενο με τη σοφία που περικλείει το αυγό μιας μύγας ή μιας κότας ή μιας χελώνας, που το εξάγει από τα οπίσθια της (γέλασε το ακροατήριο) και μέσα του είναι γραμμένες εντολές και να δημιουργήσει  μόνο του, το αυγό αυτό, όταν λίγο ζεσταθεί, ζωή με περίτεχνα φτερά ή μνήμη ταξιδιών ή μάτια σαν περισκόπια.

Μοιάζει ο αγώνας του ανθρώπου να βρει λύσεις, µε του Δαίδαλου την αγωνία που, προσπαθώντας να πετάξει μακριά από τις σιδερένιες αλυσίδες του, σχεδίαζε φτερά από ανάλαφρα πούπουλα.

Πού να φανταζόταν, ο μακάριος, ο αγωνιστής, ο στοχαστής ο Δαίδαλος, το έξυπνο καμάρι μας ,  ότι µε κείνα τα σίδερα τα βαριά, που του έδενε ο Μίνωας τα πόδια, εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι, οι απόγονοί του, θα φτιάχναμε  αεροπλάνα με φτερά για να πετάμε.

Άφαντη η αλήθεια και ο θεός σε σιγή, ποτέ δεν μίλησε σε άνθρωπο.

Εικασίες κάνουν οι άνθρωποι  που σιγά σιγά τις πιστεύουν.

Το ψάξιμο του ανθρώπου είναι ωραίο, αρκεί να το κάνει για να γίνει σοφός µε την διαδικασία του ψαξίματος του, αρκεί να µη βρει λύσεις, σαν τόσες άλλες, απλοϊκές ή φιλοσοφήματα πιο επικίνδυνα και απλοϊκά  (δες σε παγκόσμιο επίπεδο πόσοι διατείνονται ότι γνωρίζουν, άρα βρήκαν τον αληθινό δημιουργό θεό τους)

Το ψάξιμο είναι μια μέθοδος  μαθητείας, που µας βοηθάει να γίνουμε σοφοί και όταν γίνουμε σοφοί, θα είμαστε σιωπηλοί σαν το θεό. (Ναι, αγαπητοί  ακροατές)

Οι άνθρωποι σαν νιώσουν σοφοί αυτοανακηρύσσονται ήλιοι, είναι επιρρεπείς σε αυτό, γιατί απολαμβάνουν λιβανωτούς από όσους τυφλώνουν με το φανταχτερό τους φως .

Ο Καζαντζάκης έφτιαξε έναν Οδυσσέα που θάμπωσε τον ήλιο, ένα παράδειγμα

για να το βλέπουμε. Αλλά να μην ξεχνάμε ότι είναι ένα παράδειγμα. Το αληθινό δείγμα της ζωής δεν φτιάχνεται µε κηρύγματα και αφορισμούς, αλλά κτίζεται σιγά σιγά µε σχεδιασμένα μαθήματα,  σαν τα project των σχολείων, που µας μαθαίνουν πώς να μαθαίνουμε, αλλά, προπάντων, µας μαθαίνουν πώς να μάθουμε  από κείνα που μάθαμε έτσι που να πορευόμαστε και λίγο µόνοι µας, µε το φως

 του αποσπερίτη µας και του αυγερινού µας, (που είναι κοινά και συναμφότερα ) χωρίς να µας στραβώνει άθελά του ο μέγας ήλιος, ο καλός, ο άγιος ήλιος, ο ακούραστος ήλιος µας.

Να μάθουμε να αποφύγουμε το μήκος κύματος που σπάει το καράβι στα δύο και να μην τα περιμένουμε όλα από τον Ποσειδώνα, που ήταν θεός και αθάνατος όσο το «πιστεύαμε».

Τα παραδείγματα δεν είναι αληθινά δείγματα.

Αχ, βρε Καζαντζάκη, που να βρεθεί πυροκροτητής να γίνει η έκρηξη της τορπίλης των τριάντα τριών χιλιάδων, τριακοσίων τριάντα τριών «αγαπό»- τρινιτροτολουόλης

Γιατί σκέπασες τον αγαπό με το βάρος τόσων  στίχων;

Ποιος θα αντέξει να το σηκώσει αυτό το ποίημα για να δει την ωραιότερη λέξη του, που βρίσκεται  στον τελευταίο στίχο σου και είναι η λέξη « αγαπός»

Για να τα διαβάσουμε δεν γράφτηκε τούτο το ποίημα, ή όχι!

Σας ευχαριστώ, είπε ο ομιλητής και τέλειωσε.

Τότε ,φίλε μου ακολούθησαν ερωτήσεις πολλές και πολλοί ακροατές διατύπωσαν αμφισβητήσεις και επιδοκιμασίες..

Ήταν η τελευταία ομιλία και είχε ήδη νυχτώσει γι αυτό πήγαμε κατευθείαν σε μια κοντινή ταβέρνα . Εκεί συνεχίσαμε να  συζητούμε  για τη διάλεξη μέχρι που ένας φίλος  από το  Βελβεντό για να ελαφρύνει την ένταση και τον προβληματισμό από τα υπαρξιακά προβλήματα που στριφογύριζαν στα κεφάλια  όλων μας, είπε, μισό αστεία μισό σοβαρά.

Οι σοφοί πάντα μπέρδευαν τον κόσμο και μπερδεύονται και μεταξύ τους! Ξέρετε, αγαπητοί, φίλοι μου, ότι η πραγματική αιτία που νίκησε η χελώνα κάποτε  το λαγό στο τρέξιμο δεν ήταν η παροιμιώδης υπεροψία του λαγού, που του καταλογίζουν, αλλά η πίστη που έδωσε ο λαγός  στη σοφία του Ζήνωνα, ενός φιλόσοφου από την Ελέα που υποστήριζε παράδοξες αλήθειες. (σοφίσματα τα έλεγαν)

Τι είναι πάλι αυτό ρε ευφάνταστε μακεδόνα του είπε ο Γεράσιμος, ο Κεφαλλονίτης της παρέας μας, όλο περιέργεια.

Να, θα σας πω ότι ακριβώς  συνέβη σε εκείνον τον αγώνα:

Σε ακούμε του είπαμε όλοι γνωρίζοντας ότι κάποια δίκη του ιστορία θα πλάσει με το νου του για να ευθυμήσει η παρέα

-Τον γνωρίζω τον μακεδόνα, πάντα πλήθη ωραίες ιστορίες ή πανέξυπνα ανέκδοτα ή  αινιγματικούς γρίφους  ή προβλήματα για να  μας διασκεδάζει ενώ ταυτόχρονα μας παρασύρει να σκεφτόμαστε  και πάντα το πετυχαίνει !

-Έτσι ακριβώς πάντα κάνει , άκου την συνέχεια.

Φίλοι αγαπημένοι, είπε. Τα χρόνια που ο Ζήνωνας είχε σχολή στην Ελέα της κάτω Ιταλίας οργανώθηκε αυτός ο παράξενος αγώνας δρόμου, μεταξύ λαγού και χελώνας.

Θα έτρεχαν από την ξακουστή πόλη Ελέα της κάτω Ιταλίας και θα κατέληγαν στην Ποσειδώνια που είναι επάνω στο δρόμο για τη Νεάπολη, κάπου 10  χιλιόμετρα, (50 στάδια).

Αλλά υπήρχε ένας όρος: Η χείλωμα έπρεπε να προηγηθεί του λαγού κατά ένα ορισμένο χρόνο.

Ο λαγός γνωρίζοντας ότι τρέχει πολύ γρήγορα δέχτηκε να προηγηθεί η χελώνα, αλλά ,καλού κακού, επειδή δεν ήξερε από μαθηματικά και αποστάσεις, ρώτησε τον Πυθαγόρα το μαθηματικό να του πει πόσο χρόνο να δεχτεί να προηγηθεί η χελώνα.

Ο Πυθαγόρας έβγαλε μολύβι και χαρτί και του λέει: Εσύ λαγέ μπορείς να τρέχεις χαλαρά με μέση ταχύτητα 10 περίπου χιλιόμετρα την ώρα και η χελώνα μόνο 200 μέτρα την ώρα . Θα την νικήσεις αρκεί να μην την αφήσεις να προηγηθεί πάρα πολύ χρόνο!

-Το «πάρα πολύ» είναι κοντά στο άπειρο, που λέει και ο Ζήνωνας;, ρώτησε  ο λαγός;

Να μην ακούω τέτοιες ανοησίες, είπε ο Πυθαγόρας, είναι ασαφής έννοια το άπειρο.

Μα τι λες, ασαφή έννοια το άπειρο; είπε ο λαγός.

Ναι ασαφής είπε με θυμό ο Πυθαγόρας

Μα άπειρη δεν λένε τη γνώση του Δία και την πανσοφία του ;  Πυθαγόρα!

Ούτε άπειρη γνώση έχει, ο Δίας ο θεός, ούτε  πάνσοφος είναι!

Δηλαδή δεν είναι πάνσοφος  ο Δίας μας, Πυθαγόρα;

-Μη ρωτάς εμένα. Ρώτα τα αρνιά, τα μικρά ψάρια και τους άτυχους ανθρώπους τι λένε; 

-Τέτοια λες Πυθαγόρα και σε λένε απείθαρχο και επικίνδυνο .Θα σε κάψουν μια μέρα!

-Οι απείθαρχοι, λαγέ, αλλάζουν τον κόσμο, όταν τους καίνε!  Πάντως μην αφήσεις να προηγηθεί η χελώνα  περισσότερο από ένα εικοσιτετράωρο.  

Ευχαρίστησε τον Πυθαγόρα, ο λαγός και ετοιμαζόταν  να πάει να τρέξει..

Εκεί τον πλησίασε ο Ζήνωνας ο σοφός και του είπε: Λαγέ, έκανες τραγικό λάθος!!!!!!!!

-Ποιο λάθος ρώτησε ο λαγός;

-Το άπειρο είναι μια πραγματικότητα, υπάρχει, δεν έχει αρχή και τέλος, αλλά υπάρχει

-Δηλαδή, Ζήνωνα, εσύ πιστεύεις ότι είναι άπειρη η γνώση του Δία του θεού μας και είναι πάνσοφος;

-Μη ρωτάς εμένα. Ρώτα το λύκο. τα μεγάλα ψάρια και τους τυχερούς ανθρώπους; τι λένε;

-Τέτοια λες, Ζήνωνα, και δεν σε πιστεύει κανένας.

-Δοξάζουν όμως, και τον λένε άπειρα πάνσοφο θεό τον Δία  και οι λύκοι, και τα μεγάλα ψάρια, και οι  τυχεροί άνθρωποι!

-Δεν έχεις και άδικο!

-Πρόσεξε με και άκουσε τώρα λαγέ για ποιο λογο εσύ  θα χάσεις σήμερα από την χελώνα! Όταν τρέξεις εσύ τώρα από εδώ που είσαι, ας το πούμε, το σημείο Α, για να φτάσεις στο σημείο Β που είναι τώρα η χελώνα δεν θα χρειαστείς έναν ορισμένο χρόνο;

-Συμφωνώ είπε ο λαγός!

-Άκου τώρα και τα παρακάτω. Μέχρι να πας εκεί που είναι τώρα, η χελώνα δεν θα έχει πάει και η χελώνα πάρα πέρα;

-Ναι είπε ο λαγός.

-Για να πας εσύ, στο πάρα πέρα της χελώνας αυτή δεν θα πάει λίγο παραπέρα;

-Ναι λέει πάλι, ο λαγός

-Ε! αυτό το «από κει στο πάρα πέρα» θα γίνεται διαρκώς, άπειρες φορές! Νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων!

-Αμήν, ψιθύρισε ο λαγός μην πιστεύοντας στα αυτιά του!

-Γι αυτό σου λέω, ,μάταιος κόπος! Παράτα τα, λαγέ!

-Ο λαγός μπροστά στο δίλημμα της επιστήμης, συγγνώμη, των επιστημόνων, αντί να θυμηθεί εκείνον που έλεγε για τη  σχετικότητα των πραγμάτων και ότι τίποτα δεν είναι έτσι ακριβώς όπως λέμε ότι είναι, σκέφτηκε ότι σωστό θα είναι, όταν «φιλονικούν» οι αλήθειες των ανθρώπων μεταξύ τους,  να πάει με κείνη τη αλήθεια που «κλείνει» προς το μέρος του  θρησκευόμενου ανθρώπου. Έτσι ακολούθησε τη γνώμη  του Ζήνωνα.

Κανείς δεν έχασε ποτέ που πήγε με το μέρος του Δία! Άλλος έγινε βασιλιάς, άλλος τύραννος, .άλλος μάντης και άλλος απλά δεν παθαίνει χειρότερα από αυτά που παθαίνει!

Έτσι ,λοιπόν ο λαγός εγκατέλειψε την προσπάθεια! Τα επακόλουθα είναι γνωστά.

Υπάρχουν όμως, και άγνωστά  που δεν μαθεύτηκαν ποτέ. Ακούστε τα!

-Σαν έμαθαν οι κριτές του αγώνα (οι ελλανοδίκες) ότι τα αιτία της ήττας ήταν η παραδοξολογίες του Ζήνωνα, τον κάλεσαν για να αποζημιώσει το λαγό για την ηθική βλάβη που του προξένησε η γελοιοποίηση του στην οικουμένη!

-Λαγέ, ρώτησαν οι δικαστές , πόσα καρώτα μπορείς να φας σε μια ημέρα;

Εξήντα καρώτα την ημέρα απάντησε,αν είναι φρεσκα .Τα χθεσινά μαραίνονται, τα απεχθάνομαι.

Λοιπόν, λαγέ διάλεξε τι από τα δυο προτιμάς

Να σου δίνει για  μια εβδομάδα συνεχώς, ο Ζήνωνας  από 18 φρέσκα καρώτα την ημέρα.

Ή να σου δίνει για μια εβδομάδα, κάθε μέρα διπλάσια ποσότητα από την προηγούμενη,: Την  Δευτέρα    1καρώτο, την Τρίτη  2,  την Τετάρτη 4 και «ούτω καθ΄ εξής»  μέχρι την Κυριακή.

Και το ρωτάτε, λέει, ο λαγός! Διαλέγω τον δεύτερο τρόπο, φυσικά!  

Ο Πυθαγόρας χαμογέλασε και είπε: Οι βλάκες δεν είναι βλάκες αλλά βιαστικοί!

Ο Ζήνωνας είπε χωρίς χαμόγελο: Οι βιαστικοί βιάζονται γιατί είναι βλάκες!

-Πάλι τα ίδια είπε ο λαγός, εσείς, δύο σοφοί, διαφωνείτε, αν είμαι βιαστικός ή βλάκας;

-Οι σοφοί κοιταχτήκαν!

-Ένας από τους δύο κάνει λάθος!

-Δεν είπαν κουβέντα,

Τι να έλεγαν;

Ο καλός φίλος μας  ο Μακεδόνας, συνέχισε.

Βλέπω ευθύμησε όλη η παρέα αλλά σας έβαλα σε συλλογισμούς να βρείτε αν διάλεξε λάθος ο λαγός.

Τι από τα δύο συμβαίνει: Ο λαγός  είχε μάθει το νου του να τρέχει ή έπρεπε να είχε μάθει το νου του να μην τρέχει.

Το πρώτο σημαίνει άγνοια κινδύνου, το δεύτερο φόβο κινδύνου που και τα δυο απέχουν μακριά από την ενδιάμεση  φρόνιμη μεσότητα.

Εδώ σταμάτησε την διήγηση του ο μακεδόνας και έκανε νεύμα στο γκαρσόνι να έρθει.

Τότε  ο Κεφαλλονίτης ο μειλίχιος και πράος φίλος όλης της συντροφιάς, μας παρότρυνε να βρούμε αν ο λαγός διάλεξε την πιο συμφέρουσα πρόταση. άρα και πιο σωστή. ¨

Οι μισοί από την παρέα  είπαν ότι το σωστό είναι  ο λαγός  να προτιμήσει τα 18 κιλά επί επτά ημέρες . Άρα θα έτρωγε 126 καρότα

Οι άλλοι μισοί  να τα διπλασιάζει κάθε μέρα όλη την εβδομάδα 1+2+4+8+16+32+64=127 καρώτα.

Ο λαγός φίλοι μου είπε κάποιος  ήταν βιαστικός. Γι αυτό θα φάει  τρία καρώτα λιγότερα δυστυχώς!

Τότε ήρθε το γκαρσόνι και πήρε παραγγελία.. Με τα βίβα και τα κρασιά άλλαξε η πορεία της συζήτηση και το πρόβλημα έμεινε μετέωρο. και άλυτο προς το παρόν.

-Αυτά φίλε μου είναι τα νέα από την Φλώρινα!

-Σε ευχαριστώ, αλλά τώρα με έβαλες σε σκέψεις, και εμένα, τελικά σωστά διάλεξε ο λαγός;

-Όχι, βεβαία, οι λαγοί είναι πάντα  βιαστικοί, δεν παρακολουθείς  στους  ολυμπιακούς αγώνες, οι λαγοί πάντα τρέχουν πρώτοι βιαστικά και πάντα χάνουν!

– Καλό το αστείο σου,  αλλά  η βιασύνη δεν είναι πάντα κακό;

-Συμφωνώ, η βιασύνη ή η αργοπορία άλλοτε μας σώζουν και άλλοτε  μας σκοτώνουν, πρέπει να τις χρησιμοποιούμε κάθε φορά κατάλληλα.

-Δηλαδή πώς;

-Πρέπει να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τον αναγκαίο χρόνο που χρειάζεται κάθε φορά για να σκεφτούμε.

-Μαθαίνεται αυτό;

-Βεβαίως, αν κάθε φορά από μόνοι μας ή με την βοήθεια των δασκάλους μας ή των γονιών μας προσπαθούμε να σκεφτόμαστε σε τόσο σύντομο χρόνο, ώστε να προφτάσουμε, ή σε τόσο αρκετό χρόνος ώστε να μην κάνουμε λάθος. Έτσι ίσως, σιγά- σιγά θα μάθουμε το μυαλό μας να βρίσκει, κάθε φορά, τον αναγκαίο χρόνο  που θα είναι το «μέτρον», το «μηδέν άγαν», η  χρυσή μεσότητα.  \Αυτά είναι που φέρνουν πειθαρχία στη σκέψη μας και την κάνουν να είναι λογικότερη.

-Όλα τα βλέπεις με τετραγωνική λογική. Είναι πάντα έτσι;

-Όχι φίλε, δεν είναι ποτέ πάντα έτσι. Το λέω γιατί με αφορμή την ομιλία που σου είπα ότι  άκουσα  και το πρόβλημα του λαγού που προσπαθούμε να λύσουμε. Σκέφτομαι πόσο μακριά είμαστε από τη λογική του  Αριστοτέλη και των άλλων, που κανοναρχούσαν τον φιλοσοφικό  τους στοχασμό με μαθηματική σαφήνεια και λογική ακριβολογία.

-Μα μην σε παρασύρει η επιπολαιότητα που έδειξε ο λαγός, λαγός είναι. Δεν σκέφτονται οι άνθρωποι σαν το λαγό επιπόλαια, μου είπε γελώντας ο φίλος μου!  

-Όχι, αλλά θα συμφωνήσεις ότι η  ανθρωπότητα  χρειάζεται να ξαναποτίσει τις ρίζες εκείνων των δένδρων που πάνω τους άνθισε η σκέψη του ελληνικού πνεύματος. Είναι μια αναγκαία μονοκαλλιέργεια τα «αρχαίο ελληνικό δένδρό» που θα μας σώσει από τα αφορία της αμειψισποράς.

Τότε κτύπησε το τηλέφωνό μου. Κοίταξα το ρολόι μου, είχε ήδη μεσημεριάσει.

Ήταν η γυναικά μου και μου θύμισε τη λίστα με τα ψώνια που περιμένει ώρες να φέρω!

Σταμάτησα τη συζήτηση. Είχα άλλες έννοιες, τώρα. Έπρεπε  να βρω μια εύλογη δικαιολογία της αργοπορίας μου.

Φώναξα το γκαρσόνι βιαστικά να πληρώσω κερνώντας  τον καφέ και τα δυο ούζα που ήπιαμε.

Έτσι τέλειωσε  απότομα η κουβέντα μας και έμεινε άλυτο το πρόβλημα ή ο γρίφος.